δραξιά

δραξιά
η см. δράξ 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δραξιά" в других словарях:

  • δραξιά — και δρακιά, η δραξ, χουφτιά …   Dictionary of Greek

  • αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά …   Dictionary of Greek

  • δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • δραγμός — Αρχαία πόλη της Κρήτης στην ανατολική περιοχή του νησιού, που ορισμένοι ταυτίζουν με το Γράμμιον. Βρισκόταν ανάμεσα στις πόλεις Πραισός και Ίτανος και ασκούσε απόλυτο έλεγχο στο Δικταίο ιερό, από το οποίο απολάμβανε τα οικονομικά οφέλη. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • δρακιά — η βλ. δραξιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»